ταπίστομα

ταπίστομα
επίρρ. ничком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ταπίστομα" в других словарях:

  • ταπίστομα — Ν επίρρ. με το στόμα προς τα κάτω, μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. τα πίστομα (< επί + στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • ταπίστομα — επίρρ. τροπ., «επί στόμα», μπρούμυτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσκελα — (και τανάσκελα) επίρρ. (Μ ἀνάσκελα) ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκέλη. Ο τ. τανάσκελα προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα ανάσκελα με συνένωση και συνεκφορά του άρθρου με το επίρρ. (πρβλ. τανάποδα, ταπίστομα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»